- μαντολάτο
- το(λ. βενετ.), είδος γλυκίσματος με αμύγδαλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαντολάτο — και μανδολάτο, το σκληρό και συμπαγές γλύκισμα που παρασκευάζεται από ασπράδι αβγού, ζάχαρη ή μέλι και καβουρντισμένα αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mandolato «αμυγδαλωτό» < mandola «αμύγδαλο»] … Dictionary of Greek
αμυγδάλη — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… … Dictionary of Greek
αμυγδαλόπηκτο — το γλύκισμα αμυγδάλου, μαντολάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + πηκτο < έπηξα, πήζω. Τη λ. χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Αντ. Φραβασίλης το 1888] … Dictionary of Greek
μανδολάτο — το βλ. μαντολάτο … Dictionary of Greek
χαλβαδόπιτα — η, Ν είδος γλυκίσματος που μοιάζει με μαντολάτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάς, άδες + πίτα] … Dictionary of Greek
χαλβαδόπιτα — η είδος γλυκίσματος παρόμοιου με το μαντολάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)